- διατονική
- διατονικόςfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατονικῇ — διατονικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Diatonic and chromatic — Chromatic redirects here. For other uses, see Chromatic (disambiguation). Melodies may be based on a diatonic scale and maintain its tonal characteristics but contain many accidentals up to all twelve tones of the chromatic scale, such as the… … Wikipedia
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek
διάτονος — η, ο (AM διάτονος, ον) [διατείνω] 1. αυτός που εκτείνεται από τη μία πλευρά ώς την άλλη, ειδικότερα για πέτρινους τοίχους, αυτός που εκτείνεται από την μπροστινή πέτρα ώς την τελευταία 2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτονος το δοκάρι που εκτείνεται από τη … Dictionary of Greek
επίπεμπτος — η, ο (Α ἐπίπεμπτος, ον) [επιπέμπω] μαθημ. αυτός που περιέχει μία ακέραια μονάδα και επί πλέον το ένα πέμπτο της (1 + 1 / 5) νεοελλ. μουσ. ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος τής συγχορδίας που παράγεται με διαστήματα τρίτης στη φυσική διατονική… … Dictionary of Greek
επίτριτος — η, ο (Α ἐπίτριτος, ον) [τρίτος] μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος τής όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 … Dictionary of Greek
επιτριμερής — ές (Α ἐπιτριμερής) νεοελλ. μουσ. φρ. «επιτριμερής λόγος» ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος τής στην φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενης διά εξ μικρής τέλειας συμφωνίας (5 / 8) αρχ. ο αριθμός που περιέχει έναν ακέραιο και επί πλέον τα τρία… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek